- διέποντας
- διέπωmanagepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεπόντας — διά ἔπειμι 1 sum pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιωτικό δίκαιο — Το δίκαιο που κατά κανόνα αναφέρεται σε ιδιωτικά συμφέροντα, διέποντας και ρυθμίζοντας ιδιωτικές σχέσεις. Εξάλλου, με τον όρο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο καλούνται οι κανόνες επιλογής του δικαίου που εφαρμόζεται όταν θα μπορούσε να εφαρμοστεί δίκαιο… … Dictionary of Greek